Λαφρίας

Λαφρίας
Λαφρίᾱς , Λάφρια
fem acc pl
Λαφρίᾱς , Λάφρια
fem gen sg (attic doric aeolic)
Λαφρίᾱς , Λαφρία
fem acc pl
Λαφρίᾱς , Λαφρία
fem gen sg (attic doric aeolic)
Λαφρίᾱς , Λαφρίη
fem acc pl
Λαφρίᾱς , Λαφρίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλυδών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως η ηρωίδα που έδωσε το όνομά της στο δάσος με τις βελανιδιές της ομώνυμης αρχαίας αιτωλικής πόλης. Σύμφωνα με την παράδοση, παρακολούθησε τον αγώνα του Ηρακλή με τον Αχελώο φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί… …   Dictionary of Greek

  • Λάφρια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * Λάφρια και Λαφρίεια, τὰ (Α) [Λαφρία] εορτή στην Πάτρα, στους Δελφούς, στην Υάμπολη και αλλού προς τιμήν τής Λαφρίας Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • Λάφριον — Λάφριον, τὸ (Α) [Λαφρία] ιερό τού Λαφρίου Απόλλωνος και τής Λαφρίας Αρτέμιδος στην Καλυδώνα τής Αιτωλίας …   Dictionary of Greek

  • Λαφριαίος — Λαφριαῑος, ὁ (Α) ονομασία τού τέταρτου μήνα τού αρχαίου αιτωλικού μηνολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί στους σημερινούς Δεκέμβριο Ιανουάριο και ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία τού Απόλλωνος Λαφρίου και τής Αρτέμιδος Λαφρίας, αλλ. Δῑος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Δαμοφών — I (2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε ως μιμητής των έργων του Φειδία. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Λαφρίας Αρτέμιδος, της Υγείας, της Δήμητρας, του Τιτάνα Άνυτου και του Ασκληπιού …   Dictionary of Greek

  • Λαφριαίον — Ονομασία κατά την αρχαιότητα λόφου που βρισκόταν κοντά στην πόλη της Καλυδώνας. Επάνω στον λόφο αυτόν βρισκόταν το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδος. Το δυτικό μέρος του προστατευόταν από αναλημματικό τοίχο ύψους 9 μ. και μήκους 29 μ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Μέναιχμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ναύπακτος ανδριαντοποιός (5oς; αι. π.Χ.). Θεωρείται σύγχρονος του Σικυώνιου Κάναχου και του Αιγινίτη Κάλλωνα. Αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία (Z’ Αχ. 18,10), ο οποίος και μας πληροφορεί ότι κατασκεύασε, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”